- κίσηρη
- η (Α κίσηρις, -ήρεως και -ήριδος και κίσηλις)ελαφρός σπογγοειδής ή διάτρητος λίθος, ελαφρόπετρα.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. πρόκειται για δάνεια λ. άγνωστης προελεύσεως].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κισηροειδής — κισηροειδής, ές (AM) αυτός που μοιάζει με κίσηρη. επίρρ... κισηροειδῶς (Α) όπως η κίσηρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίσηρις + ειδής (< εἶδος)] … Dictionary of Greek
κισηρούμαι — κισηροῡμαι, όομαι (Α) [κίσηρις] γίνομαι κίσηρη ή μεταβάλλομαι σε κίσηρη … Dictionary of Greek
κίσ(σ)ηρος — και κίσηρας, ὁ (Μ) [κίσηρις] (ενν. λίθος) η κίσηρη … Dictionary of Greek
θηραϊκή γη — Πετρώματα που προέρχονται από ηφαιστειακές εκρήξεις και αποτελούνται από χαλαρά προϊόντα, όπως τέφρες, τόφφους, κίσηρη κ.ά. Βλ. λ. ηφαιστειακή ή θηραϊκή γη … Dictionary of Greek
Σαντορίνη — Νησί των Κυκλάδων, το νοτιότερο, μαζί με την Ανάφη, του νησιωτικού συμπλέγματος. Λέγεται και θήρα. Έχει έκταση 76 τ. χλμ. και πληθυσμό 8771 κατ. θήρα είναι το αρχαίο όνομα του νησιού· το όνομα Σαντορίνη παρουσιάζεται το 14o αι. Συχνά με τον όρο… … Dictionary of Greek